Νικόλαος Βαφειάδης

Λίγες σκέψεις για την Ουκρανία, για την προσφυγιά, για την αλληλεγγύη.

Βρισκόμαστε στο 2022. Διανύουμε ένα έτος-σταθμό για την ιστορική μας συνείδηση. Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκατό χρόνια από εθνικό ξεριζωμό της Σμύρνης, που παρά το τεράστιο αρνητικό πρόσημο και το ανεξίτηλα τραυματικό αποτύπωμα στην εθνική συλλογική μας μνήμη, εξελίχθηκε σε ευκαιρία για εθνική ολοκλήρωση. 

Και αυτό γιατί μας έδωσε το δικαίωμα να μπολιάσουμε τον ελληνικό πληθυσμιακό κορμό με το νέο αίμα των προσφύγων. Γιατί έδωσε το έναυσμα να μετατρέψουμε την απόλυτη καταστροφή σε ιστορική ευκαιρία προκειμένου να βάλουμε τις βάσεις για μια ισχυρή Ελλάδα. Μια διαδρομή που ασφαλώς δεν ήταν εύκολη, δεν ήταν χωρίς αγκάθια, δεν ήταν χωρίς περιστασιακά πισωγυρίσματα. Και αυτό όσοι προερχόμαστε από προσφυγικό παρελθόν, το γνωρίζουμε καλύτερα.

Δυστυχώς, ενώ για εμάς αυτό αποτελεί μια εκατονταετή επέτειο, για κάποιους άλλους μια αντίστοιχη εμπειρία βρίσκεται -πολύ φοβάμαι- στην αρχή. Μία από τις πρώτες πολύ ορατές συνέπειες της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία και του πολέμου είναι ο ξεριζωμός. Είναι ο βίαιος εκτοπισμός. Είναι η προσφυγιά.

Και με αφορμή αυτό το γεγονός είναι καιρός να σκεφτούμε όλοι διπλά. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Πέρα από την αμέριστη συμπαράστασή μας στους πολίτες της Ουκρανίας που υφίστανται το δεινά ενός απρόκλητου πολέμου, πέρα από την οξεία καταδίκη μας στην εισβολή σε ένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, οφείλουμε ως Έλληνες αλλά και ως Ευρωπαίοι να σταθούμε αλληλέγγυοι και να φανούμε αντάξιοι εκείνων που μας έχουν ανάγκη.

Τα συμπεράσματα που μπορούμε να αντλήσουμε μέχρι στιγμής είναι τα εξής: η διαχείριση της μετανάστευσης στην Ευρώπη οφείλει να αλλάξει ριζικά προφίλ. Η δομική υπερίσχυση του πνεύματος του Δουβλίνου που απαιτεί από τη χώρα πρώτης εισόδου να είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τη διαχείριση ασύλου πρέπει να αλλάξει. Η αλληλεγγύη, υπό τη μορφή του διαμοιρασμού είναι επιβεβλημένη. Και αυτό απλά γιατί όπως αποδείχθηκε με την παρούσα κρίση, οι μεταναστευτικές ροές αλλάζουν, και δεν πρέπει καμία χώρα να αφήνεται μόνη της και να επωμίζεται αποκλειστικά το βάρος της διαχείρισης των εκάστοτε ροών.

Το δεύτερο συμπέρασμα έιναι ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη μετανάστευση. Με δεδομένο ότι πολλοί από τους νέους πρόσφυγες δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω στις εστίες τους -για σειρά λόγων που δεν είναι της παρούσης να εξηγηθούν- είναι ευκαιρία να βρούμε τρόπους με τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούν να έχουν ένα μέλλον συνεισφοράς και συνδιαμόρφωσης στους νέους τόπους που θα βρεθούν. 

Οφείλουμε να βρούμε τρόπους στην Ευρώπη να χειριστούμε το μεταναστευτικό/προσφυγικό με αμοιβαία επωφελή τρόπο. Τόσο για τις κοινότητες που έρχονται όσο και για τις κοινότητες που φιλοξενούν. Και αυτό σε συνεργασία των τοπικών φορών, των Διεθνών Οργανισμών και των Κυβερνήσεων της Ευρώπης θα πρέπει να βρούμε τρόπους και κίνητρα προκειμένου η εγκατάσταση -πρόσκαιρη ή πιο μόνιμη- να γίνεται ομαλά για όλους. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαμε να εκπονήσουμε προγράμματα κινήτρων για αναπαλαιώσεις κατοικιών και μίσθωση με προνομιακούς όρους (κίνητρο για τους ιδιοκτήτες και ταυτόχρονα ελάφρυνση για τους νέους ενοίκους). Θα μπορούσαμε να βρούμε τρόπους να ζωντανέψουμε χωριά ολόκληρα τα οποία βρίσκονται εγκαταλελειμμένα και με σχολεία κλειστά λόγω έλλειψης μαθητών. Θα μπορούσαμε να συνδέσουμε την παραγωγή τοπικών προϊόντων με την προγράμματα τεχνικής κατάρτισης σε νέους πρόσφυγες.

Η Ευρώπη είναι πολύ μεγάλη και πολύ πλούσια ήπειρος. Οι πρόσφυγες απ’ όπου και αν προέρχονται δεν είναι βαρίδια. Οφείλουμε να δίνουμε πραγματικές διεξόδους ζωής σε συνανθρώπους μας που το έχουν ανάγκη και να τους δίνουμε το δικαίωμα να γίνονται συνδιαμορφωτές του μέλλοντος τους. 

Περίπου όπως έγινε και πριν από 100 χρόνια.

Κοινοποίηση :